τρωκταίζω
Look at other dictionaries:
τρωκταΐζω — Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικό ν) διαπράττω κακούργημα, κακουργώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τρώκτης] … Dictionary of Greek
τρωκταΐζω — Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικό ν) διαπράττω κακούργημα, κακουργώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τρώκτης] … Dictionary of Greek